- μοναδιστί
- μοναδιστίin unitsindeclform (adverb)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μοναδιστί — (Α) επίρρ. 1. κατά μονάδες 2. με μοναδικό τρόπο. [ΕΤΥΜΟΛ. < μονάς, άδος + επιρρμ. κατάλ. ιστί (πρβλ. ποδ ιστί)] … Dictionary of Greek